ἀνταποδοτικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταποδοτικός — ή, ό αυτός που ανταποδίδεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταποδοτικά — ἀνταποδοτικός belonging to neut nom/voc/acc pl ἀνταποδοτικά̱ , ἀνταποδοτικός belonging to fem nom/voc/acc dual ἀνταποδοτικά̱ , ἀνταποδοτικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικῶν — ἀνταποδοτικός belonging to fem gen pl ἀνταποδοτικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικόν — ἀνταποδοτικός belonging to masc acc sg ἀνταποδοτικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικαῖς — ἀνταποδοτικός belonging to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικαί — ἀνταποδοτικός belonging to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικοῖς — ἀνταποδοτικός belonging to masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικοῦ — ἀνταποδοτικός belonging to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικῆς — ἀνταποδοτικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)